- περιβρέμω
- περιβρέμω,A roar or bellow round about,
περὶ στυφελῇ β. ἀκτῇ A.R.2.323
, cf. Orph.A.689 :—[voice] Med., c. dat., D.P.132, Opp.C.2.67.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περὶ στυφελῇ β. ἀκτῇ A.R.2.323
, cf. Orph.A.689 :—[voice] Med., c. dat., D.P.132, Opp.C.2.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβρέμω — Α (ενεργ. και μέσ.) περιβρέμομαι βροντώ ολόγυρα, βουίζω γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρέμω «βροντώ»] … Dictionary of Greek
βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… … Dictionary of Greek
περιβρομώ — έω, Α περιβρέμω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + βρομῶ «βομβώ, βουίζω»] … Dictionary of Greek